κλαδερός

κλαδερός
η , ό ветвистый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κλαδερός" в других словарях:

  • κλαδερός — ή, ό [κλαδί] 1. (για φυτά) αυτός που έχει πολλά κλαδιά 2. (για τόπο) αυτός που έχει πολλά δέντρα, δασώδης, κατάφυτος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κλαδερά τα κλαδιά …   Dictionary of Greek

  • κλαδί — το (AM κλαδίον, Μ και κλαδίν, Α και κλάδιον) νεοελλ. φρ. «δεν τόν αφήνει σε χλωρό κλαδί» τόν καταδιώκει συνεχώς ή δεν τόν αφήνει ήσυχο ούτε λεπτό νεοελλ. μσν. 1. κλάδος φυτού, βλαστός δέντρου ή θάμνου που εκφύεται από τον κορμό, κλώνος, κλωνάρι,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»